τυντλώδης
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
τυντλώδες, muddy, λόγος (οἷον πεπατημένος καὶ κοινός) Com.Adesp.909.
Greek (Liddell-Scott)
τυντλώδης: -ες, (εἶδος) πηλώδης, λασπώδης, «τυντλώδης καὶ ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός· τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλὸς» Α. Β. 65, 15.
Greek Monolingual
-ῶδες, Α τύντλος)
1. (κατά το λεξ. Σούδα) λασπώδης
2. μτφ. (κατά τον Φρύν. στα Ανέκδοτα Βεκκήρου) «τυντλώδης και ληρώδης λόγος, οἷον ὁ πεπατημένος καὶ κοινός
τύντλος γὰρ ὁ πεπατημένος πηλός».
German (Pape)
ες, kotig, schlammig, Hesych., λόγος τ. καὶ ληρώδης, Phryn. in B.A. 65.