προϋποσπείρω
From LSJ
English (LSJ)
sow beforehand, metaph. in Pass., π. φιλίαι καὶ ἐλπίδες Vett.Val.269.30.
Greek Monolingual
Α ὑποσπείρω
1. σπέρνω προηγουμένως
2. μτφ. διασπείρω προηγουμένως.
Full diacritics: προϋποσπείρω | Medium diacritics: προϋποσπείρω | Low diacritics: προϋποσπείρω | Capitals: ΠΡΟΫΠΟΣΠΕΙΡΩ |
Transliteration A: proüpospeírō | Transliteration B: proupospeirō | Transliteration C: proypospeiro | Beta Code: prou+pospei/rw |
sow beforehand, metaph. in Pass., π. φιλίαι καὶ ἐλπίδες Vett.Val.269.30.
Α ὑποσπείρω
1. σπέρνω προηγουμένως
2. μτφ. διασπείρω προηγουμένως.