κατεπικύπτω
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
English (LSJ)
bow down upon, LXX Es.15.10 (v.l. ἐπέκυψεν).
Greek (Liddell-Scott)
κατεπικύπτω: κύπτω ἐπί τινος, «σκύφτω», Ἑβδ. (Ἐσθ. ε΄, 1).
Greek Monolingual
κατεπικύπτω (Α)
σκύβω πάνω σε κάποιον («καὶ κατεπέκυψεν ἐπὶ τὴν κεφαλὴν τῆς ἄβρας τῆς προπορευομένης», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐπι-κύπτω «σκύβω πάνω σε κάτι»].