χρυσοκάρηνος

From LSJ
Revision as of 11:43, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Πολλὰ τὰ δεινὰ κοὐδὲν ἀνθρώπου δεινότερον πέλει → There are many wondrous things in this world, but none more wondrous than humans

Sophocles, Antigone, 332-3
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσοκάρηνος Medium diacritics: χρυσοκάρηνος Low diacritics: χρυσοκάρηνος Capitals: ΧΡΥΣΟΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: chrysokárēnos Transliteration B: chrysokarēnos Transliteration C: chrysokarinos Beta Code: xrusoka/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, Dor. χρυσοκάρανος, with head of gold, E.HF 375 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1381] dor. χρυσοκάρανος, mit goldenem Haupte, Eur. Herc. fur. 375.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσοκάρηνος: [ᾰ], -ον, Δωρικ. -ᾶνος, ὁ ἔχων κεφαλὴν χρυσῆν, Εὐρ. Μαιν. 375.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. χρυσοκάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει χρυσή κεφαλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. ξανθοκάρηνος].

Greek Monotonic

χρῡσοκάρηνος: [ᾰ], -ον, Δωρ. -ᾶνος, αυτός που έχει κεφάλι από χρυσό, σε Ευρ.

Middle Liddell

χρῡσο-κᾰ́ρηνος, ον,
with head of gold, Eur.