λεπτόσαρκος

From LSJ
Revision as of 11:44, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λεπτόσαρκος Medium diacritics: λεπτόσαρκος Low diacritics: λεπτόσαρκος Capitals: ΛΕΠΤΟΣΑΡΚΟΣ
Transliteration A: leptósarkos Transliteration B: leptosarkos Transliteration C: leptosarkos Beta Code: lepto/sarkos

English (LSJ)

λεπτόσαρκον, with fine pulp, κάρυον Gp.10.64.3, cf.Sch.Theoc. 5.94.

German (Pape)

[Seite 31] mit dünnem Fleisch, mager; Schol. Theocr. 5, 94; Geop.

Greek (Liddell-Scott)

λεπτόσαρκος: -ον, ἔχων ὀλίγην σάρκα, Γεωπ. 10. 64, 3, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 5. 94.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM λεπτόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει λεπτές σάρκες, αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος
μσν.
αυτός που έχει λεπτό φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. απαλόσαρκος, λευκό-σαρκος].