μονόφρων
English (LSJ)
μονόφρον, gen. ονος, (φρήν) single in one's opinion, ib.757 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 206] ον, seine eigenen Gedanken, Meinungen habend, δίχα δ' ἄλλων μον. εἰμί, Aesch. Ag. 735.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui a son sentiment propre.
Étymologie: μόνος, φρήν.
Russian (Dvoretsky)
μονόφρων: 2, gen. ονος по-особому думающий, иначе мыслящий (δίχα δ᾽ ἄλλων μ. εἰμί Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
μονόφρων: -ον, (φρὴν) ὁ ἔχων ἴδιον φρόνημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 757.
Greek Monolingual
μονόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει δικό του φρόνημα, δικές του προσωπικές απόψεις («δίχα δ' ἄλλων μονόφρων εἰμί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].
Greek Monotonic
μονόφρων: -ον (φρήν), αυτός που είναι μοναδικός ως προς τις απόψεις του, σε Αισχύλ.