μονόφρων

Revision as of 11:47, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

μονόφρον, gen. ονος, (φρήν) single in one's opinion, ib.757 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 206] ον, seine eigenen Gedanken, Meinungen habend, δίχα δ' ἄλλων μον. εἰμί, Aesch. Ag. 735.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui a son sentiment propre.
Étymologie: μόνος, φρήν.

Russian (Dvoretsky)

μονόφρων: 2, gen. ονος по-особому думающий, иначе мыслящий (δίχα δ᾽ ἄλλων μ. εἰμί Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

μονόφρων: -ον, (φρὴν) ὁ ἔχων ἴδιον φρόνημα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 757.

Greek Monolingual

μονόφρων, -ον (Α)
αυτός που έχει δικό του φρόνημα, δικές του προσωπικές απόψεις («δίχα δ' ἄλλων μονόφρων εἰμί», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].

Greek Monotonic

μονόφρων: -ον (φρήν), αυτός που είναι μοναδικός ως προς τις απόψεις του, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

μονό-φρων, ον, φρήν
single in one's opinion, Aesch.