κατάϊξ
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
[τᾱ], ῑκος, ἡ, = καταιγίς, Eumel.9 (pl.), A.R.1.1203, Call. Dian.114.
German (Pape)
[Seite 1350] ικος, ἡ, = καταιγίς, Sturm; Callim. Dian. 114; Ap. Rh. 3, 1376; Suid.
Greek (Liddell-Scott)
κατάϊξ: τᾱ, ῑκος, ἡ, = καταιγίς, (ἐκ τοῦ καταΐσσω), βορέαο κατ. Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1203, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 114.― Καθ’ Ἡσύχ., «κατάσεισις, ὁρμὴ», και κατάϊκες· καταπνοαί».
Greek Monolingual
κατάϊξ, ἡ (Α)
καταιγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἄϊξ «ορμητική κίνηση» (< ἀΐσσω)].