λιγυκλαγγής
From LSJ
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
English (LSJ)
λιγυκλαγγές, shrill, νευρά B.5.73; clear-voiced, χοροί Id.13.14.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγῠκλαγγής: -ές, = λιγύκροτος, Βακχυλ. 5. 73., 13. 14 (ἔκδ. Blass).
Greek Monolingual
λιγυκλαγγής, -ές (Α)
1. οξύς, διαπεραστικός
2. αυτός που έχει καθαρή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + -κλαγγής (< κλαγγή)].