ὑπέρεξις
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
-εως, ἡ, a property in excess or quality in excess, Pl.Ti.87e.
German (Pape)
[Seite 1195] εως, ἡ, eine übermäßige Eigenschaft, Plat. Tim. 78 e.
Russian (Dvoretsky)
ὑπέρεξις: εως ἡ чрезмерность, избыток, излишек Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρεξις: -εως, ἡ, ἰδιότης ἢ ἕξις ὑπέρμετρος, Πλάτ. Τίμ. 87Ε.