Γνίφων
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
ωνος, ὁ, niggard, as pr. n., Luc.Vit.Auct.23; prob. in Alciphr.3.34.
Spanish (DGE)
-ωνος, ὁ
Gnifón
1 un parásito, Luc.Tim.58, Alciphr.2.32.3.
2 n. que se da al personaje tipo del usurero, Luc.Vit.Auct.23, Cat.17, Gall.30, Anon.in EN 182.27.
Greek (Liddell-Scott)
Γνίφων: ὁ, φιλάργυρός τις, Λουκ. Β. Πρ. 23. (Συγγενὲς τῷ κνιπός). Ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ. οἱ διὰ τοῦ κ τύποι εἶνε παλαιότεροι, κναφεύς, Κνίφων.
Greek Monolingual
Γνίφων, ο (Α)
φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Γνίφων πιθ. < Κνίφων, ανθρωπωνύμιο -παρωνύμιο (πρβλ. γναφεύς -κναφεύς, γνάπτω -κνάπτω) < κνιπός «φιλάργυρος» (πρβλ. κνίψ, κνιπός), ενώ κατ' άλλους πρόκειται για αρχικό τ. που ανάγεται σε ρίζα gn- bh- και συνδέεται με λιθ. gny- bu, μσν. κάτω γερμ. knīpen, αρχ. νορβ. knifr].
Frisk Etymological English
See also: s. Κνίφων.
Frisk Etymology German
Γνίφων: {Gníphōn}
See also: s. Κνίφων.
Page 1,317