Γνίφων

From LSJ

Κακῷ σὺν ἀνδρὶ μηδ' ὅλως ὁδοιπόρει → Hominem malignum nec viae comitem cape → Nimm einen Schurken nie zum Wegbegleiter dir

Menander, Monostichoi, 302
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Γνίφων Medium diacritics: Γνίφων Low diacritics: Γνίφων Capitals: ΓΝΙΦΩΝ
Transliteration A: Gníphōn Transliteration B: Gniphōn Transliteration C: Gnifon Beta Code: *gni/fwn

English (LSJ)

ωνος, ὁ, niggard, as pr. n., Luc.Vit.Auct.23; prob. in Alciphr.3.34.

Spanish (DGE)

-ωνος, ὁ
Gnifón
1 un parásito, Luc.Tim.58, Alciphr.2.32.3.
2 n. que se da al personaje tipo del usurero, Luc.Vit.Auct.23, Cat.17, Gall.30, Anon.in EN 182.27.

Greek (Liddell-Scott)

Γνίφων: ὁ, φιλάργυρός τις, Λουκ. Β. Πρ. 23. (Συγγενὲς τῷ κνιπός). Ἐν Ἀττ. Ἐπιγρ. οἱ διὰ τοῦ κ τύποι εἶνε παλαιότεροι, κναφεύς, Κνίφων.

Greek Monolingual

Γνίφων, ο (Α)
φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Ο τ. Γνίφων πιθ. < Κνίφων, ανθρωπωνύμιο -παρωνύμιο (πρβλ. γναφεύς -κναφεύς, γνάπτω -κνάπτω) < κνιπός «φιλάργυρος» (πρβλ. κνίψ, κνιπός), ενώ κατ' άλλους πρόκειται για αρχικό τ. που ανάγεται σε ρίζα gn- bh- και συνδέεται με λιθ. gny- bu, μσν. κάτω γερμ. knīpen, αρχ. νορβ. knifr].

Frisk Etymological English

See also: s. Κνίφων.

Frisk Etymology German

Γνίφων: {Gníphōn}
See also: s. Κνίφων.
Page 1,317