φλυαρώδης

From LSJ
Revision as of 11:49, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φλυᾱρώδης Medium diacritics: φλυαρώδης Low diacritics: φλυαρώδης Capitals: ΦΛΥΑΡΩΔΗΣ
Transliteration A: phlyarṓdēs Transliteration B: phlyarōdēs Transliteration C: flyarodis Beta Code: fluarw/dhs

English (LSJ)

φλυαρώδες, foolish, Plu.Lyc.6, Id.2.615a; ῥῆμα Porph.Chr.61.

German (Pape)

[Seite 1293] ες, possenhaft, Plut. Lyc. 6.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
frivole, vain.
Étymologie: φλύαρος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

φλυᾱρώδης: бессодержательный, вздорный (λόγος κενὸς καὶ φ. Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

φλυᾱρώδης: -ες, (εἶδος) φλύαρος, γελοῖος, Πλουτ. Λυκοῦργ. 6, ὁ αὐτ. 2. 615Α.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α φλύαρος
φλύαρος, πολυλογάς, ανόητος.

Greek Monotonic

φλῠᾱρώδης: -ες (εἶδος), φλύαρος, γελοίος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φλυᾱρ-ώδης, ες εἶδος
fooling, Plut. fl4uzw, v. φλύω.