διαμορφωτικός
From LSJ
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
English (LSJ)
διαμορφωτική, διαμορφωτικόν, formative, φύσις Ptol.Tetr.142.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
que da forma c. gen. τῶν τόπων τούτων ... δ. φύσις Ptol.Tetr.3.12.2.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α διαμορφωτικός, -ή, -όν)
1. σχετικός με τη διαμόρφωση
2. ικανός να διαμορφώνει ή να διαπλάθει.