Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
Full diacritics: κᾰμηλών | Medium diacritics: καμηλών | Low diacritics: καμηλών | Capitals: ΚΑΜΗΛΩΝ |
Transliteration A: kamēlṓn | Transliteration B: kamēlōn | Transliteration C: kamilon | Beta Code: kamhlw/n |
ῶνος, ὁ, stable for camels, POxy.507.26 (ii A.D.), BGU393.15, etc.
καμηλών: -ῶνος, ὁ, στάβλος καμήλων Πάπυρ. Βερολ. 339, 15 κ. ἀλλ.
καμηλών, -ῶνος, ὁ (Α)
πάπ. στάβλος για καμήλες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάμηλος + -ων, δηλωτικό τόπου (πρβλ. αμπελών, ελαιών)].