πηρομελής

From LSJ
Revision as of 11:51, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πηρομελής Medium diacritics: πηρομελής Low diacritics: πηρομελής Capitals: ΠΗΡΟΜΕΛΗΣ
Transliteration A: pēromelḗs Transliteration B: pēromelēs Transliteration C: piromelis Beta Code: phromelh/s

English (LSJ)

πηρομελές, disabled in the limbs, maimed, Epigr. ap. D.L.5.40.

German (Pape)

[Seite 611] ές, an den Gliedern gelähmt, verstümmelt, D. L. 5, 40, im Gegensatz von ἄπηρος.

Russian (Dvoretsky)

πηρομελής: увечный Diog. L.

Greek (Liddell-Scott)

πηρομελής: -ές, ὁ ἔχων τὰ μέλη πεπληρωμένα, βεβλαμμένος, ἠκρωτηριασμένος, Ἐπίγραμμ. παρὰ Διογ. Λ. 5. 40.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει πηρομέλεια, δυσμορφία ενός μέλους του σώματος
αρχ.
αυτός που έχει ακρωτηριασμένο ένα ή περισσότερα μέλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πηρός «ανάπηρος» + -μελής (< μέλος), πρβλ. μικρομελής, περισσομελής].