μελανόμματος
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
English (LSJ)
μελανόμματον, black-eyed, Pl.Phdr.253d, Arist.GA779b14.
German (Pape)
[Seite 119] schwarzäugig; Plat. Phaedr. 253 d; Arist. gen. an. 5, 1.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux yeux noirs.
Étymologie: μέλας, ὄμμα.
Greek Monolingual
μελανόμματος, -ον (Α)
αυτός που έχει μαύρα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ὄμμα, ὄμματος «οφθαλμός» (πρβλ. γλαυκόμματος, μαλακόμματος)].
Greek Monotonic
μελᾰνόμμᾰτος: -ον (ὄμμα), αυτός που έχει μαύρα μάτια, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
μελᾰνόμματος: черноокий Plat., Arst.