ὀρχάμη
From LSJ
θοἰμάτιον οὐκ ἀπολώλεκ', ἀλλὰ καταπεφρόντικα → I haven't lost my himation; I've pledged it to Thought | I have not lost my himation, but I've thought it away | I have not lost my himation, but I spent it in the schools
English (LSJ)
[ᾰ], ἡ, an uncultivated copse, v.l. in Poll.7.147.
German (Pape)
[Seite 389] ἡ, ein eingeschlossenes, mit wilden Bäumen bepflanztes Stück Land, ein Park, Poll. 7, 147. Vgl. ὀρχάνη.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχάμη: ἡ, = ὄρχατος, 2, Πολυδ. Ζ΄, 147· ἴσως ὁ ἀληθὴς τύπος εἶναι ὁρκάνη ἀντὶ ἑρκάνη.
Greek Monolingual
ὀρχάμη, ἡ (Α)
ακαλλιέργητος τόπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για εσφ. τ., που πρέπει να διορθωθεί σε ὁρκάνη.