χολίκιον
From LSJ
English (LSJ)
το, Dim. of χόλιξ, Thphr. Char.9.4, Poll.6.52.
German (Pape)
[Seite 1363] τό, dim. von χολιξ, Theophr. char. 9.
Greek (Liddell-Scott)
χολίκιον: τό, ὑποκορ. τοῦ χόλιξ, Θεοφρ. Χαρακτ. Ο, Πολυδ. Ϛ΄, 52.
Greek Monolingual
τὸ, Α χόλιξ, -ικος]
υποκορ. του χόλιξ.
Greek Monotonic
χολίκιον: τό, υποκορ. του χόλιξ, σε Θεόφρ.