σκωληκοτόκος
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
σκωληκοτόκον, reproducing by grubs, Id.HA538a25, al.
German (Pape)
[Seite 909] Würmer erzeugend, hervorbringend; Arist. H. A. 1, 5; Theophr.
Russian (Dvoretsky)
σκωληκοτόκος: откладывающий личинки (sc. ζῷα Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σκωληκοτόκος: -ον, ὁ τίκτων σκώληκας, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 11, 9, κ. ἀλλ.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που γεννά σκουλήκια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκώληξ, -ηκος + -τόκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. παιδοτόκος.