ἀνομάλωσις
Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut
English (LSJ)
-εως, ἡ, restoration of equality, equalization, ib.1274b9.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
igualación τῶν οὐσιῶν Arist.Pol.1274b9 (ἀνωμάλωσις cód.).
German (Pape)
ἡ, gleichmäßige Verteilung, οὐσιῶν Arist. Pol. 2.12, frühere Lesart ἀνωμάλωσις.
Russian (Dvoretsky)
ἀνομάλωσις: εως ἡ уравнение, равномерное распределение (τῶν οὐσιῶν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνομάλωσις: -εως, ἡ, ἴση διανομὴ πράγματός τινος, ἡ τῶν οὐσιῶν ἀνομάλωσις, ἡ ἴση διανομὴ τῶν περιουσιῶν, Ἀριστ. Πολιτικ. 2. 12, 12. - Ἡ ἔννοια δεικνύει ὅτι ἡ λέξις εἶναι σύνθετος ἐκ τῆς ἀνὰ προθ. καὶ τοῦ ῥήματος ὁμαλόω καὶ ὅτι δὲν παράγεται ἐκ τοῦ ἐπιθέτου ἀνώμαλος καὶ διὰ τοῦτο δὲν πρέπει νὰ γράφηται διὰ τοῦ ω.
Greek Monolingual
ἀνομάλωσις, η (Α) [ανομαλώ (-όω)
ίση διανομή («ἡ τῶν οὐσιῶν ἀνομάλωσις» — η ίση διανομή των περιουσιών
Αριστοτέλης).