ἀπροσπέλαστος

From LSJ
Revision as of 11:57, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

ἃ γὰρ δεῖ μαθόντας ποιεῖν, ταῦτα ποιοῦντες μανθάνομεν → what we have to learn to do we learn by doing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσπέλαστος Medium diacritics: ἀπροσπέλαστος Low diacritics: απροσπέλαστος Capitals: ΑΠΡΟΣΠΕΛΑΣΤΟΣ
Transliteration A: aprospélastos Transliteration B: aprospelastos Transliteration C: aprospelastos Beta Code: a)prospe/lastos

English (LSJ)

ἀπροσπέλαστον, unapproachable, Str.1.2.9, Plu.Ant.70.

Spanish (DGE)

-ον
1 intocable de pers., Apollon.Lex.5, Apio ad Hom.1, οἱ θεοί Sch.A.Th.795-796
del veneno entregado por Neso a Deyanira que no debe ser tocado ἀπροσπέλαστον πυρός Sch.S.Tr.686P.
2 de lugares inaccesible τὰ περὶ τὸν πορθμὸν ἀπροσπέλαστα Str.1.2.9, del oráculo de Delfos por causa de la serpiente, Plu.2.414b, ἄκραι Poll.1.115, cf. Sch.Pi.P.1.40, Sch.A.R.1.574, Sch.Hes.Th.151, Hsch., c. dat. ἀπροσπέλαστον ἀνθρώπῳ ... τὸν τάφον Plu.Ant.70.

German (Pape)

[Seite 339] unnahbar, Strab. 1, 2 p. 20, von einem Hafen; Plut. Ant. 70.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
inabordable.
Étymologie: , προσπελάζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀπροσπέλαστος:
1 к которому запрещено приближаться, заповедный (ἄλσος ἀπροσπέλαστον γυναιξίν Plut.);
2 неприступный (ἄβατος καὶ ἀ. τάφος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσπέλαστος: -ον, ἀπλησίαστος, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ πλησιάσῃ, Στράβ. 20, Πλουτ. Ἀντών. 70.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπροσπέλαστος, -ον) προσπελάζω
(κ. μτφ.) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απρόσιτος.

Greek Monotonic

ἀπροσπέλαστος: -ον (προσπελάζω), απρόσιτος, απλησίαστος, σε Στράβ., Πλούτ.

Middle Liddell

προσπελάζω
unapproachable, Strab., Plut.