δοξάριον
English (LSJ)
τό, Dim. of δόξα, Arr.Epict.2.22.11, Luc.Peregr.8.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 honor, dignidad o cargo de poca importancia pero valorado por vanidad βάλε κορασίδιον ...· ἂν δὲ, δ. Arr.Epict.2.22.11, cf. 1.18.22, Epict.Ench.18, c. marcado matiz peyor. τὸ δύστηνον ἐκεῖνο δ. προετίμων τοῦ βίου Luc.DMort.26.2, cf. Peregr.8, τὸ δοξάριον τοῦ κόσμου τούτου la vanagloria de este mundo Isid.Pel.M.78.1640, δοξάρια κοσμικὰ καὶ ἡ ἑτέρα ἐξιτηλία Cyr.Al.M.69.949B, cf. Gr.Naz.Ep.178.10, M.37.844A, Origenes Cels.3.9.
2 opinión c. matiz despect. τὰ τῶν ἀνοσίων αἱρετικῶν δοξάρια Cyr.Al.M.69.280C, ἀπόπτυστα δοξάρια Cyr.Al.Ep.50.21.
German (Pape)
[Seite 657] τό, dim. von δόξα, kleiner, nichtiger Ruhm; Isocr. ep. 10, 1; Luc. D. M. 15, 2.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
petite gloire, gloriole.
Étymologie: δόξα.
Russian (Dvoretsky)
δοξάριον: τό небольшая или жалкая слава Isocr., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
δοξάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ δόξα, Λατ. gloriola, Ἰσοκρ. Ἐπ. 10, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 22, 11.
Greek Monolingual
δοξάριον, το (Α)
1. ανάξια λόγου τιμητική διάκριση, ασήμαντο αξίωμα
2. ασήμαντη δοξασία, θεωρία, διδασκαλία.