ἀμφιδέω
From LSJ
English (LSJ)
bind round, A.R.2.64:—Med. in Hsch.
Spanish (DGE)
atar alrededor ἱμάντας A.R.2.64
•v. med. ἀμφιδήσασθαι· ὑποδήσασθαι calzarse Hsch.
German (Pape)
[Seite 137] (s. δέω), umbinden, Ap. Rh. 2, 64.
French (Bailly abrégé)
lier tout autour.
Étymologie: ἀμφί, δέω¹.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιδέω: δένω ὁλόγυρα, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 64.
Greek Monolingual
ἀμφιδέω (Α)
περιδένω, δένω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + δέω «δένω».
ΠΑΡ. αμφιδέτης, αμφίδετος
αρχ.
ἀμφίδεα, ἀμφιδέα].