φρικοποιός
From LSJ
ἐν γὰρ χερσὶ τέλος πολέμου, ἐπέων δ' ἐνὶ βουλῇ → War finds its end in arms, words find their end in debate (Iliad 16.630)
English (LSJ)
φρικοποιόν, causing a shuddering, Diph.Siph. ap. Ath.3.74c.
German (Pape)
[Seite 1306] Schauder machend, erregend, Ath. III, 74 c.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκοποιός: -όν, ὁ ἐμποιῶν φρίκην, φρικίασις, Δίφιλος Σίφν. παρ’ Ἀθην. 74C.
Greek Monolingual
-όν, Α
αυτός που προκαλεί ρίγος, ανατριχίλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρίξ, φρικός «ανατρίχιασμα, ρίγος» + -ποιός].