παχυδερμία

From LSJ
Revision as of 11:58, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰχυδερμία Medium diacritics: παχυδερμία Low diacritics: παχυδερμία Capitals: ΠΑΧΥΔΕΡΜΙΑ
Transliteration A: pachydermía Transliteration B: pachydermia Transliteration C: pachydermia Beta Code: paxudermi/a

English (LSJ)

Ion. παχυδερμίη, ἡ, thickness of skin, Hp.Epid.5.9.

German (Pape)

[Seite 539] ἡ, Dickhäutigkeit, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰχῠδερμία: ἡ, παχύτης δέρματος, Ἱππ. 1144Β.

Greek Monolingual

η, ΝΑ, (ιων. τ. παχυδερμίη Α παχύδερμος
παχύτητα του δέρματος, χονδροδερμία
νεοελλ.
1. ιατρ. πάχυνση του δέρματος που οφείλεται σε ινώδη υπερπλασία και παρατηρείται κυρίως επί ελεφαντιάσεως
2. (κτην.) πάθηση τών αλόγων, τών βοοειδών και τών σκύλων που οφείλεται στις περισσότερες περιπτώσεις σε χρόνιες λεμφαγγειίτιδες, εκζεματώδεις καταστάσεις κ.ά.
3. μτφ. αναισθησία, κτηνωδία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παχυδερμίᾱ -ας, ἡ, Ion. παχυδερμίη [παχύδερμος] huidverdikking.