καλλωπίστρια
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
ἡ, fem. of καλλωπιστής, Muson.Fr.3p.10H., Plu.2.140c.
German (Pape)
[Seite 1312] ἡ, iem. zu καλλωπιστής, die auf Putz bedacht ist, Plut. conj. praec. p. 415.
French (Bailly abrégé)
ας;
adj. f.
élégante, coquette.
Étymologie: καλλωπίζω.
Russian (Dvoretsky)
καλλωπίστρια: ἡ щеголиха Plut.
Greek (Liddell-Scott)
καλλωπίστρια: ἡ, θηλ. τοῦ καλλωπιστής, Πλούτ. 2. 140Β.
Greek Monolingual
ἡ (Α καλλωπίστρια)
βλ. καλλωπιστής.