ξάνθη

From LSJ
Revision as of 12:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξάνθη Medium diacritics: ξάνθη Low diacritics: ξάνθη Capitals: ΞΑΝΘΗ
Transliteration A: xánthē Transliteration B: xanthē Transliteration C: ksanthi Beta Code: ca/nqh

English (LSJ)

ἡ, a pale-coloured stone, Theophrastus De Lapidibus 37.

Greek Monolingual

ξάνθη, ἡ (Α)
είδος λίθου («ἄλλη δὲ καλουμένη ξάνθη, οὐ ξανθὴ μὲν τὴν χρόαν, ἔκλευκος δὲ μᾶλλον, ὅ καλοῦσι χρῶμα οἱ Δωριεῖς ξανθόν», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθή (θηλ. του επιθ. ξανθός), με αναβιβασμό του τόνου].