ἀκαταπόνητος

From LSJ
Revision as of 12:00, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκαταπόνητος Medium diacritics: ἀκαταπόνητος Low diacritics: ακαταπόνητος Capitals: ΑΚΑΤΑΠΟΝΗΤΟΣ
Transliteration A: akatapónētos Transliteration B: akataponētos Transliteration C: akataponitos Beta Code: a)katapo/nhtos

English (LSJ)

ἀκαταπόνητον, inexhaustible, Philol.21, Theol.Ar.15.

Spanish (DGE)

-ον
• Alolema(s): ἀκαταπόνατος Philol.B 21
1 indestructible, inagotable (ὁ κόσμος) παρὸ καὶ ἄφθαρτος καὶ ἀ. διαμένει τὸν ἄπειρον αἰῶνα Philol.l.c., del n. de la tríada ἀτειρὴς καὶ ἀ. inquebrantable e inagotable Nicom. en Theol.Ar.15, cf. Sch.Pi.O.2.60a.
2 invencible ref. a un anillo mágico δύναμις PMag.12.259.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκαταπόνητος: -ον, ὁ μὴ καταπονούμενος, κόσμος, Φιλόλαος παρὰ Στοβ. Ἐκλογ. 1. 420.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκαταπόνητος, -ον)
αυτός που δεν καταπονείται, ο ακούραστος, ο ακατάβλητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + καταπονῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. ακαταπονησία].

German (Pape)

unbezwinglich, Schol. oft.