κεραστής

From LSJ
Revision as of 12:01, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt

Menander, Monostichoi, 357
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεραστής Medium diacritics: κεραστής Low diacritics: κεραστής Capitals: ΚΕΡΑΣΤΗΣ
Transliteration A: kerastḗs Transliteration B: kerastēs Transliteration C: kerastis Beta Code: kerasth/s

English (LSJ)

κεραστοῦ, ὁ, one that mixes, Ζεὺς πάντων κ. Orph.Fr.297.

Greek (Liddell-Scott)

κεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ κεραστής) κεράννυμι
αυτός που ανακατεύει τα ποτά
νεοελλ.
αυτός που κερνάει τη συντροφιά, αυτός που πληρώνει το αντίτιμο τών ποτών ή τών γλυκών για όλους
νεοελλ.-μσν.
εκείνος που προσφέρει, που σερβίρει ποτά ή γλυκά.

German (Pape)

ὁ, der Mischer, Orph. frg. 28.13.