κεραστής
From LSJ
Μακάριος, ὅστις ἔτυχε γενναίου φίλου → Generosa amicus mente , felicis bonum → Glückselig ist, wer einen edlen Freund gewinnt
English (LSJ)
κεραστοῦ, ὁ, one that mixes, Ζεὺς πάντων κ. Orph.Fr.297.
Greek (Liddell-Scott)
κεραστής: -οῦ, ὁ, ὁ κεραννύων, μιγνύων, Ὀρφ. Ἀποσπ. 28, 13.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ κεραστής) κεράννυμι
αυτός που ανακατεύει τα ποτά
νεοελλ.
αυτός που κερνάει τη συντροφιά, αυτός που πληρώνει το αντίτιμο τών ποτών ή τών γλυκών για όλους
νεοελλ.-μσν.
εκείνος που προσφέρει, που σερβίρει ποτά ή γλυκά.
German (Pape)
ὁ, der Mischer, Orph. frg. 28.13.