λιγυμακρόφωνος
From LSJ
English (LSJ)
λιγυμακρόφωνον, epithet of heralds, Tim.Pers.232.
Greek Monolingual
λιγυμακρόφωνος, -ον (Α)
(ως επίθ. τών κηρύκων) αυτός που έχει λιγυρά και μακρά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + μακρόφωνος.
Full diacritics: λῐγῠμακρόφωνος | Medium diacritics: λιγυμακρόφωνος | Low diacritics: λιγυμακρόφωνος | Capitals: ΛΙΓΥΜΑΚΡΟΦΩΝΟΣ |
Transliteration A: ligymakróphōnos | Transliteration B: ligymakrophōnos | Transliteration C: ligymakrofonos | Beta Code: ligumakro/fwnos |
λιγυμακρόφωνον, epithet of heralds, Tim.Pers.232.
λιγυμακρόφωνος, -ον (Α)
(ως επίθ. τών κηρύκων) αυτός που έχει λιγυρά και μακρά φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιγύς «οξύς, δυνατός» + μακρόφωνος.