φρουράρχης
From LSJ
κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils
English (LSJ)
φρουράρχου, ὁ, = φρούραρχος, Them.Or.10.136b (pl.).
German (Pape)
[Seite 1310] ὁ, = φρούραρχος.
Russian (Dvoretsky)
φρουράρχης: ου ὁ Xen. v.l. = φρούραρχος.
Greek (Liddell-Scott)
φρουράρχης: -ου, ὁ, = φρούραρχος, Θεμίστ. 136Β, καὶ διάφ. γραφ. παρὰ Ξεν.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
φρούραρχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φρούραρχος κατά τα πρωτόκλιτα αρσ. σε -ης].