πυρηνοσμίλη
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
f.l. for πυρῆνος μήλης in Id.6.9, 21.
German (Pape)
[Seite 821] ἡ, ein schneidendes Werkzeug mit einem breiten Ende, Paul. Aeg.
Greek (Liddell-Scott)
πῡρηνοσμίλη: [ῑ], ἡ, (πυρὴν IV) σμίλη ἔχουσα τὸ ἄκρον ὅμοιον πυρῆνι, Παῦλ Αἰγ. 6. 21.