μειρακεύομαι
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
English (LSJ)
v.l. for μειρακιεύομαι, Alciphr.2.2.
German (Pape)
[Seite 116] = μειρακιεύομαι, Sp., wie Alciphr. 2, 2, zw.
Greek Monolingual
μειρακεύομαι (Α)
βλ. μειρακιεύομαι.