συμπερασμός
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, f.l. for συμπέρασμα, Artem. 3.58.
German (Pape)
[Seite 986] ὁ, = συμπέρασμα, Artemid. 3, 58.
Greek (Liddell-Scott)
συμπερασμός: ὁ, = συμπέρασμα, Ἀρτεμίδ. 3. 58.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ συμπεραίνω
συμπέρασμα
νεοελλ.
φρ. «κατά συμπερασμό» — κατά υποκειμενική κρίση, κατά εικασία.