ὀξυθυμίας
From LSJ
English (LSJ)
-ου, ὁ, one who is quick to anger, Poll. 2.231, 6.124.
German (Pape)
[Seite 352] ὁ, der Jähzornige, Poll. 6, 124.
Greek (Liddell-Scott)
ὀξῠθῡμίας: -ου, ὁ, ὁ ὀξὺς εἰς ὀργήν, ὀξύθυμος ἄνθρωπος, Πολυδ. Β΄, 231, Ϛ΄, 124.
Greek Monolingual
ὀξυθυμίας, ὁ (Α)
ευερέθιστος, οξύθυμος, ευέξαπτος, αψίθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀξύθυμος + κατάλ. -ίας].