καταπτυχής

From LSJ
Revision as of 12:07, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπτῠχής Medium diacritics: καταπτυχής Low diacritics: καταπτυχής Capitals: ΚΑΤΑΠΤΥΧΗΣ
Transliteration A: kataptychḗs Transliteration B: kataptychēs Transliteration C: kataptychis Beta Code: kataptuxh/s

English (LSJ)

καταπτυχές, with ample folds, ἐμπερόναμα Theoc.15.34.

German (Pape)

[Seite 1373] ές, faltenreich, Theocr. 15, 34.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a des replis nombreux ou profonds.
Étymologie: κατά, πτύσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπτυχής -ές [κατα, πτύσσω] met veel plooien.

Russian (Dvoretsky)

καταπτῠχής: имеющий много складок, весь в складках, складчатый (ἐμπερόναμα Theocr.).

Greek Monolingual

καταπτυχής, -ές (Α)
αυτός που έχει πολλές πτυχές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -πτυχής (< πτυχή), πρβλ. ισοπτυχής, περιπτυχής].

Greek Monotonic

καταπτῠχής: -ές (πτύχη), αυτός που έχει πλούσιες πτυχές, πολλές διπλώσεις, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

καταπτῠχής: -ές, ἔχων πολλὰς πτυχάς, ἐμπερόναμα Θεόκρ. 15. 34.

Middle Liddell

κατα-πτῠχής, ές [πτύχη]
with ample folds, Theocr.