πεποιθότως
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
Adv.=πεπεισμένως, LXX Za.14.11, D.Chr.12.26.
German (Pape)
[Seite 560] adv. part. perf. II. von πείθω, vertrauungsvoll, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πεποιθότως: Ἐπίρρ. = πεπεισμένως, Ἀκύλλ. ἐν Παλ. Διαθ., Δίων Χρυσ. 1. 383.
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. με βεβαιότητα, με πεποίθηση
2. πειστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεποιθώς, -ότος, μτχ. ενεργ. παρακμ. του πείθω.