μελάγχολος
From LSJ
English (LSJ)
μελάγχολον, dipped in black bile, ἰοί S.Tr.573.
German (Pape)
[Seite 118] mit schwarzer Galle bestrichen, ἰοί, Soph. Trach. 570.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
enduit d'un fiel noir.
Étymologie: μέλας, χολή.
Russian (Dvoretsky)
μελάγχολος: омоченный в черной желчи (ἰοί Soph.).
Greek (Liddell-Scott)
μελάγχολος: -ον, (χολὴ) ὁ εἰς μέλαιναν χολὴν βεβαπτισμένος, «βουτημένος», ἰοὶ Σοφ. Τρ. 573.
Greek Monolingual
μελάγχολος, -ον (Α)
(για βέλη εμβαπτισμένα σε μαύρη χολή) φαρμακερός, δηλητηριώδης («μελαγχόλους ἔβαψεν ἰοὺς θρέμμα Λερναίας ὕδρας», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χολή (πρβλ. πικρόχολος)].
Greek Monotonic
μελάγχολος: -ον (χολή), βουτηγμένος σε μαύρη χολή, σε Σοφ.