ματαιοπώγων
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
English (LSJ)
ωνος, ὁ, having a beard in vain, Sch.Theoc.14.28.
Greek (Liddell-Scott)
μᾰταιοπώγων: ὁ, ὁ μάτην ἔχων πώγωνα, Σχόλ. εἰς Θεόκριτ. 14. 28.
Greek Monolingual
ματαιοπώγων, -ονος, ὁ (Α)
αυτός για τον οποίο δεν ενδιαφέρομαι αν θα μεγαλώσει και θα βγάλει γένεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + πώγων «γενειάδα» (πρβλ. ασπροπώγων)].
German (Pape)
ωνος, ὁ, der umsonst einen Bart hat, Schol. Theocr. 14.28.