ἡδυφωνία
From LSJ
τὰ πρὸ Εὐκλείδου ἐξετάζειν → investigate what happened before the flood, investigate what happened in the distant past, investigate what happened before Euclid, investigate what happened before the year of Euclid
English (LSJ)
ἡ, sweetness of sound, Babr.9.3, Alciphr.3.12, etc.
German (Pape)
[Seite 1155] ἡ, angenehme Stimme, Babr. 9, 3 u. VLL.; σύριγγος, Alciphr. 3, 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
voix ou son agréable.
Étymologie: ἡδύφωνος.
Russian (Dvoretsky)
ἡδυφωνία: ἡ приятный голос, сладкозвучность Babr.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυφωνία: ἡ, ἡδύτης φωνῆς ἢ ἤχου, Βάβρ. 9. 3· σύριγγος Ἀλκίφρων 3. 12, κτλ.
Greek Monolingual
ἡδυφωνία, ἡ (AM) ηδύφωνος
η γλυκύτητα της φωνής ή του ήχου («ἡδυφωνία Σειρήνων», Φώτ.).
Greek Monotonic
ἡδυφωνία: ἡ, γλυκύτητα φωνής ή ήχου, σε Βάβρ.
Middle Liddell
ἡδυφωνία, ἡ,
sweetness of voice or sound, Babr. [from ἡδύφωνος