ἀμπελογενής
From LSJ
ὁ ὑπεράπειρον ἔχων τῆς ἀγαθότητος τὸ ἀνεξιχνίαστον πέλαγος → who possesses an infinite and inscrutable sea of goodness
English (LSJ)
ἀμπελογενές, of vine kind, Arist.Ph.199b12.
Spanish (DGE)
-ές
subst. τὰ ἀ. vastagos de vid, vides Arist.Ph.199b12.
German (Pape)
[Seite 129] ές, vom Weinstock erzeugt, Arist. phys. ausc. 2, 8 (199, 12).
Russian (Dvoretsky)
ἀμπελογενής: возникший от виноградной лозы (sc. φυτόν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελογενής: -ές, ἀνήκων εἰς τὸ γένος τῆς ἀμπέλου, Ἀριστ. Φυσ. 2. 8, 12.
Greek Monolingual
ἀμπελογενής, -ὲς (Α)
αυτός που ανήκει στο γένος της αμπέλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος + -γενὴς < γένος].