κοσκινοπώλης
From LSJ
δι' ἐρημίας πολεμίων πορευόμενος → he marched on without finding any enemy, his route lay through a country bare of enemies
English (LSJ)
κοσκινοπώλου, ὁ, dealer in sieves, Nicopho 19.
Greek (Liddell-Scott)
κοσκῐνοπώλης: -ου, ὁ, ὁ πωλῶν κόσκινα, Νικοφ. ἐν «Χειρογάστορσιν» 1, 4.
Greek Monolingual
ο (Α κοσκινοπώλης)
αυτός που πουλά κόσκινα, ο κοσκινάς.
German (Pape)
ὁ, der Siebhändler, Nicophr. bei Ath. III.126e.