προσεπιπέμπω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
send to besides, λογοθέτας Procop.Arc.18.
Greek (Liddell-Scott)
προσεπιπέμπω: ἐπιπέμπω προσέτι, Προκοπ. Ἀνέκδ. σ. 54Β.
Greek Monolingual
Μ ἐπιπέμπω
αποστέλλω επίσης, στέλνω επί πλέον («τοὺς λογοθέτας προσεπιπέμπω», Προκ.).