ἀναπόσβεστος

From LSJ
Revision as of 12:16, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπόσβεστος Medium diacritics: ἀναπόσβεστος Low diacritics: αναπόσβεστος Capitals: ΑΝΑΠΟΣΒΕΣΤΟΣ
Transliteration A: anapósbestos Transliteration B: anaposbestos Transliteration C: anaposvestos Beta Code: a)napo/sbestos

English (LSJ)

ἀναπόσβεστον, inextinguishable, Hecat.Abd.14.

Spanish (DGE)

-ον inextinguible φῶς Hecat.Abd.21.

German (Pape)

[Seite 203] unauslöschlich.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπόσβεστος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ἀποσβέσῃ, ἀναφέρεται ἐκ τοῦ Ἰωσήπου κατὰ Ἀπίωνος 1. 23.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀναπόσβεστος, -ον) ἀποσβέννυμι
νεοελλ.
1. αυτός που δεν αποσβέστηκε ή δεν μπορεί κανείς να αποσβέσει, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος
2. αυτός που δεν εξοφλήθηκε, ανεξόφλητος, απλήρωτος
αρχ.
αυτός που δεν σβήνει, ο άσβηστος.