ἀμφίκοπος
From LSJ
Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis
English (LSJ)
ἀμφίκοπον, (κόπτω) two-edged, Eust.1531.34.
Spanish (DGE)
-ον de doble filo πέλεκυς Eust.1531.34.
German (Pape)
[Seite 140] von beiden Seiten schneidend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκοπος: -ον, (κόπτω, κοπῆναι) δίστομος, Εὐμάθ. 109. 7.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀμφίκοπος, -ον)
αυτός που κόβει και από τις δύο πλευρές, αμφίστομος, δίκοπος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -κόπος < κόπτω.