ἀμφιτιττυβίζω
From LSJ
οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills | men are not right in hating death, which is the greatest succour from our many ills
English (LSJ)
twitter or chirp around, Ar.Av.235.
Spanish (DGE)
(ἀμφιτιττῠβίζω) piar en torno ἡδομένᾳ φωνᾷ Ar.Au.235.
German (Pape)
[Seite 145] umzwitschern, Ar. Av. 236.
French (Bailly abrégé)
gazouiller autour.
Étymologie: ἀμφί, τιττυβίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμφιτιττῠβίζω: щебетать кругом, кружиться со щебетаньем Arph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφιτιττῠβίζω: τσυτσυρίζω ὁλόγυρα, ἐπὶ πτηνῶν, ἰδίως τῆς χελιδόνος, κατ’ ἐνεστ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 235. Ἴδε τιττυβίζω.
Greek Monolingual
ἀμφιτιττυβίζω (Α)
(για πουλιά) τιτιβίζω ολόγυρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + τιττυβίζω].
Greek Monotonic
ἀμφιτιττῠβίζω: μέλ. -σω, κελαηδώ ή τιτιβίζω ολόγυρα, σε Αριστοφ.