ἀνεπίφραστος
From LSJ
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ἀνεπίφραστον, unthought of, δύαι Semon.1.21.
Spanish (DGE)
-ον inesperado δύαι Semon.2.21.
German (Pape)
[Seite 225] unbemerkt, unvermuthet, Simon.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίφραστος: -ον, ἀπαρατήρητος, ἀπροσδόκητος, δύαι Σιμων. Ἰαμβ. 1. 21.
Greek Monolingual
ἀνεπίφραστος, -ον (Α)
1. απαρατήρητος
2. απροσδόκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιφράζομαι «παρατηρώ, αντιλαμβάνομαι»].