Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
Full diacritics: μαζηρὸς | Medium diacritics: μαζηρὸς | Low diacritics: μαζηρός | Capitals: ΜΑΖΗΡΟΣ |
Transliteration A: mazēròs | Transliteration B: mazēros | Transliteration C: maziros | Beta Code: mazhro\s |
πίναξ, trencher for barley-cakes, Poll.10.84.
μαζηρὸς: πίναξ, πινάκιον ἐφ’ οὗ τιθέμεναι αἱ μᾶζαι διενέμοντο, Πολυδ. Ι΄, 84, ἴδε μαζονόμος.
μαζηρός, -όν (Α) μᾱζα
φρ. «μαζηρὸς πίναξ» — πινάκιο για το σερβίρισμα τών κομματιών της κρίθινης μάζας.