βαβίζω
From LSJ
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
or βαβύζω, = βαΰζω, Zenod. ap. Ammon.p.231 V.
Spanish (DGE)
ladrar Zenod. en Valckenaer Animadvers.ad Ammonium p.175.
German (Pape)
[Seite 423] u. βαβύζω, Sp. für βαΰζω, Zenodot. hinter Ammon.
Greek Monolingual
(Μ βαβύζω)
γαβγίζω
νεοελλ.
1. βρίζω, κατηγορώ
2. μουρμουρίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Από την ηχομιμητική λ. βαβ, που μιμείται το γάβγισμα του σκύλου].