σιδηροτομέω

From LSJ
Revision as of 12:21, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γαμεῖν δὲ μέλλων βλέψον εἰς τοὺς γείτονας → Quaeris maritus esse? Vicinos vide → Auf deine Nachbarn sieh, wenn du an Hochzeit denkst

Menander, Monostichoi, 103
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σῐδηροτομέω Medium diacritics: σιδηροτομέω Low diacritics: σιδηροτομέω Capitals: ΣΙΔΗΡΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: sidērotoméō Transliteration B: sidērotomeō Transliteration C: sidirotomeo Beta Code: sidhrotome/w

English (LSJ)

cut or cleave with iron, ib.311 (Id.).

German (Pape)

[Seite 880] mit Eisen schneiden, spalten, Philp. 34 (IX, 311).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
couper avec du fer.
Étymologie: σίδηρος, τέμνω.

Russian (Dvoretsky)

σῐδηροτομέω: рассекать железом (τινα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

σῐδηροτομέω: κόπτω, τέμνω, χωρίζω, σχίζω διὰ σιδήρου, Ἀνθ. Π. 9. 311.

Greek Monotonic

σῐδηροτομέω: μέλ. -ήσω (τέμνω), αυτός που τέμνει, κόβει ή σχίζει με σιδερένιο εργαλείο, με ξίφος, σε Ανθ.

Middle Liddell

σῐδηρο-τομέω, fut. -ήσω τέμνω
to cut or cleave with iron, Anth.